προσδοκᾷ

προσδοκᾷ
προσδοκάω
expect
pres subj mp 2nd sg
προσδοκάω
expect
pres ind mp 2nd sg (epic)
προσδοκάω
expect
pres subj act 3rd sg
προσδοκάω
expect
pres ind act 3rd sg (epic)
προσδοκάω
expect
pres subj mp 2nd sg
προσδοκάω
expect
pres ind mp 2nd sg (epic)
προσδοκάω
expect
pres subj act 3rd sg
προσδοκάω
expect
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσδόκα — προσδόκᾱ , προσδοκάω expect pres imperat act 2nd sg προσδόκᾱ , προσδοκάω expect pres imperat act 2nd sg προσδόκᾱ , προσδοκάω expect imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προσδόκᾱ , προσδοκάω expect imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκᾶι — προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres subj mp 2nd sg προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres ind mp 2nd sg (epic) προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres subj act 3rd sg προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres ind act 3rd sg (epic) προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres subj mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκᾶς — προσδοκᾶ̱ς , προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (doric) προσδοκᾶ̱ς , προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκάσθω — προσδοκά̱σθω , προσδοκάω expect pres imperat mp 3rd sg προσδοκά̱σθω , προσδοκάω expect pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκάτω — προσδοκά̱τω , προσδοκάω expect pres imperat act 3rd sg προσδοκά̱τω , προσδοκάω expect pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδόκητος — η, ο (Α ἀδόκητος, ον) [δοκῶ] απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος») αρχ. 1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά» 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσδοκᾶν — προσδοκάω expect pres part act masc voc sg (doric aeolic) προσδοκάω expect pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) προσδοκάω expect pres part act masc nom sg (doric aeolic) προσδοκᾶ̱ν , προσδοκάω expect pres inf act (epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • αδοκία — ἀδοκία, η (Α) [δοκῶ] το να μη προσδοκά κανείς, απροσδοκία …   Dictionary of Greek

  • παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”