προσδόκα — προσδόκᾱ , προσδοκάω expect pres imperat act 2nd sg προσδόκᾱ , προσδοκάω expect pres imperat act 2nd sg προσδόκᾱ , προσδοκάω expect imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προσδόκᾱ , προσδοκάω expect imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκᾶι — προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres subj mp 2nd sg προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres ind mp 2nd sg (epic) προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres subj act 3rd sg προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres ind act 3rd sg (epic) προσδοκᾷ , προσδοκάω expect pres subj mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκᾶς — προσδοκᾶ̱ς , προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (doric) προσδοκᾶ̱ς , προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκάσθω — προσδοκά̱σθω , προσδοκάω expect pres imperat mp 3rd sg προσδοκά̱σθω , προσδοκάω expect pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκάτω — προσδοκά̱τω , προσδοκάω expect pres imperat act 3rd sg προσδοκά̱τω , προσδοκάω expect pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόκητος — η, ο (Α ἀδόκητος, ον) [δοκῶ] απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος») αρχ. 1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά» 2.… … Dictionary of Greek
προσδοκᾶν — προσδοκάω expect pres part act masc voc sg (doric aeolic) προσδοκάω expect pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) προσδοκάω expect pres part act masc nom sg (doric aeolic) προσδοκᾶ̱ν , προσδοκάω expect pres inf act (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
αδοκία — ἀδοκία, η (Α) [δοκῶ] το να μη προσδοκά κανείς, απροσδοκία … Dictionary of Greek
παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… … Dictionary of Greek